απογράφω — απογράφω, απέγραψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… … Dictionary of Greek
απογράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. κάνω απογραφή: Απογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. 2. τελειώνω το γράψιμο: Απόγραψε το παιδί όλα τα μαθήματά του. 3. ξεγράφω, σβήνω: Αυτόν απόγραψέ τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπογεγραμμένα — ἀπογράφω write off perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπογεγραμμένᾱ , ἀπογράφω write off perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπογεγραμμένᾱ , ἀπογράφω write off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογράψῃ — ἀπογράφω write off aor subj mid 2nd sg ἀπογράφω write off aor subj act 3rd sg ἀπογράφω write off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεγράφην — ἀπογράφω write off aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀπογράφω write off aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεγραμμένον — ἀπογράφω write off perf part mp masc acc sg ἀπογράφω write off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεγραμμένων — ἀπογράφω write off perf part mp fem gen pl ἀπογράφω write off perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογραφομένων — ἀπογράφω write off pres part mp fem gen pl ἀπογράφω write off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογραφέντα — ἀπογράφω write off aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀπογράφω write off aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)